- εκτελωνιστής
- οθηλ. -ίστρια αυτός που έχει ως επάγγελμα να εκτελωνίζει εμπορεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκτελωνιστής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων … Dictionary of Greek
Γεράνης, Στέλιος — (Αθήνα 1920 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Στέλιου Παναγιωτόπουλου. Κατάγεται από τη Μικρά Ασία (Νέα Έφεσος) και σπούδασε στην Πάντειο. Εργάστηκε βοηθός λογιστής, εκτελωνιστής και δημοσιογράφος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε… … Dictionary of Greek
Ευαγγέλου, Ανέστης — (Θεσσαλονίκη 1937 – 1994). Λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά, σταδιοδρόμησε όμως ως εκτελωνιστής. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε κυρίως ποιήματα αλλά και πεζά. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1960 με την έκδοση της … Dictionary of Greek